- Νικήτα
- Νικήτᾱ , Νικήταςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Νικήτᾱ , Νικήταςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικητά — νικητά̱ , νικητής winner masc nom/voc/acc dual νικητής winner masc voc sg νικητής winner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικήτᾳ — Νικήτᾱͅ , Νικήτας masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στανέσκου, Νικήτα — (Stanescu). Ρουμάνος ποιητής (Πλοέστι 1933). Πήρε το βραβείο της φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σαν αρχισυντάκτης της «Τριμπούνα» και αργότερα της «Γκαζέτα Λιτεράρα». Η πρώτη ποιητική συλλογή… … Dictionary of Greek
νικητάς — νικητά̱ς , νικητής winner masc acc pl νικητά̱ς , νικητής winner masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικήτας — Νικήτᾱς , Νικήτας masc acc pl (doric aeolic) Νικήτᾱς , Νικήτας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικήταν — Νικήτᾱν , Νικήτας masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλέσσας — Επώνυμο οικογένειας της Πελοποννήσου, της οποίας το όνομα συνδέεται με τους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Γεώργιος Φ. του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στην Πολιανή της επαρχίας Λεονταρίου (1716). Το… … Dictionary of Greek
Nicolas Calas — (Nikos Kalamaris) Νικόλαος Κάλας (Νίκος Καλαμάρης) Born 1931 Lausanne, Switzerland Died 1988 New York Pen name Also: Nikitas Randos (Νικήτας Ράντος), M. Spieros (Μ. Σπιέρος) Occupation … Wikipedia
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek